Top News Άρθρα

Η Επίδειξη Πλεονάσματος και η Θολή Εικόνα της Οικονομίας: Ποιος ωφελείται τελικά;

Του Χρήστου Δημητριάδη

Στην καρδιά μιας συνεχιζόμενης συζήτησης για την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, η πρόσφατη ανακοίνωση ενός εντυπωσιακού πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 11,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2024 πυροδοτεί εύλογα ερωτήματα και προβληματισμούς. Ενώ για χρόνια ακούγαμε για ασφυκτικές δημοσιονομικές συνθήκες και την αδυναμία παροχής ουσιαστικών ελαφρύνσεων, το “μαμούθ” αυτό πλεόνασμα, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, έρχεται σε μια συγκυρία όπου η ακρίβεια παραμένει ένα αμείλικτο πρόβλημα για τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις παλεύουν με ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον.

Η κυβερνητική ρητορική εστιάζει στην αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, αποδίδοντας το πλεόνασμα στη συνετή διαχείριση των κρατικών δαπανών, στην αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης και στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως η αίσθηση στην κοινωνία απέχει πολύ από αυτή την ειδυλλιακή εικόνα. Οι πολίτες βιώνουν καθημερινά τις συνέπειες της ακρίβειας στα βασικά αγαθά και των υψηλών φορολογικών βαρών, αμφισβητώντας ευθέως την πειστικότητα αυτών των εξηγήσεων.

Η ανακοίνωση της διάθεσης ενός μικρού μέρους αυτού του πλεονάσματος για στοχευμένες παροχές – μισό δισεκατομμύριο ευρώ για ενοικιαστές και συνταξιούχους και άλλο μισό για δημόσιες επενδύσεις – αναδεικνύει μια παγιωμένη τακτική. Η υπερφορολόγηση και η οικονομική πίεση που ασκείται διαχρονικά σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις μετατρέπονται σε επιδόματα περιορισμένης έκτασης και αμφίβολης μονιμότητας. Η εξαγγελία για τη συνεχή καταβολή της εφάπαξ ενίσχυσης στους χαμηλοσυνταξιούχους κάθε Νοέμβριο, χωρίς νομοθετική κατοχύρωση, γεννά εύλογες επιφυλάξεις για τη διάρκεια και τη σταθερότητά της. Οι ωφελούμενοι καλούνται να μην τρέφουν υπερβολικές ελπίδες, καθώς η δημοσιονομική ευρωστία, που σήμερα φαίνεται να υπάρχει, δεν είναι δεδομένη για το μέλλον.

Με ένα τέτοιο δημοσιονομικό “μαξιλάρι”, η επιτακτική ανάγκη θα ήταν η ουσιαστική και μόνιμη ενίσχυση των εισοδημάτων όλων των κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων. Αυξήσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και μια γενναία μείωση της φορολογίας θα αποτελούσαν μέτρα με πραγματικό και διαρκή αντίκτυπο στην οικονομική ευρωστία των πολιτών. Η επιδοματική πολιτική, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, αποτελεί ένα προσωρινό “παυσίπονο” που δεν αντιμετωπίζει τις βαθύτερες αιτίες των οικονομικών προβλημάτων. Οι αναμνήσεις από τις προεκλογικές “γενναιοδωρίες” του παρελθόντος, που συχνά εξαφανίζονταν μετά τις κάλπες, ενισχύουν τον σκεπτικισμό για τη βιωσιμότητα των σημερινών παροχών.

Η απουσία ουσιαστικών μέτρων για τη μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, ιδιαίτερα για τη “μεσαία τάξη” που εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό φορολογικό αιμοδότη, είναι ενδεικτική των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Η εμμονή στην επίκληση της “κυβερνητικής νοικοκυροσύνης” ως κύριας αιτίας του πλεονάσματος, αγνοώντας την επιβάρυνση που υφίστανται οι πολίτες από την υπερφορολόγηση και την παρατεταμένη ακρίβεια, δημιουργεί ένα αίσθημα αδικίας και απογοήτευσης.

Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωριστεί η πραγματική πηγή αυτού του πλεονάσματος. Προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την υψηλή φορολόγηση στα βασικά προϊόντα διατροφής, τον αυξημένο ΦΠΑ και τον υπέρογκο ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, που παραμένει σε δυσθεώρητα επίπεδα. Συνεπώς, κάποιοι πληρώνουν το τίμημα για τη δημιουργία αυτού του δημοσιονομικού “μαξιλαριού”, ενώ άλλοι ωφελούνται με παροχές που μοιάζουν περισσότερο με “δώρα” παρά με ουσιαστική ανακούφιση. Η ιστορία έχει δείξει πως τέτοιες πρακτικές, όπως η μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε φορολογικό μηχανισμό επί ΣΥΡΙΖΑ, είχαν ως στόχο τη δημιουργία αποθεματικών, αλλά επιβάρυναν δυσανάλογα συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο τουρισμός συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων. Ωστόσο, η διαρκής υπερφορολόγηση επαγγελματιών, επιχειρηματιών και του συνόλου των πολιτών, μέσω άμεσων και έμμεσων φόρων, αποτελεί τη βασική πηγή αυτού του πλεονάσματος. Η τακτική της διανομής μικρών ποσών σε πολλούς, ενώ τα υπόλοιπα κατευθύνονται για την κάλυψη άλλων κυβερνητικών αναγκών, εγείρει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη και την αποτελεσματικότητα αυτής της διαχείρισης.

Ένα κράτος που σέβεται τους πολίτες του οφείλει να θεσπίζει έγκαιρα μέτρα για τη μόνιμη ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και να αποφεύγει τη δημιουργία τεράστιων πλεονασμάτων που αποτελούν στην ουσία μια υπέρμετρη αφαίμαξη. Η διανομή αυτών των πλεονασμάτων υπό τη μορφή επιδομάτων, συχνά με κριτήρια που εγείρουν υπόνοιες για ψηφοθηρία, δεν προσφέρει ουσιαστική ανακούφιση και δεν αντιμετωπίζει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.

Οι δημόσιοι φορείς δεν είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί που επιδιώκουν τη συσσώρευση μεγάλων αποθεματικών εις βάρος των πολιτών. Η ορθή διαχείριση των οικονομικών τους θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, στη στήριξη των εργαζομένων και στην αποφυγή της υπέρμετρης επιβάρυνσης συγκεκριμένων επαγγελματικών τάξεων. Δεν είναι δίκαιο χρήματα που πληρώνουν κάποιοι να διανέμονται ως επιδόματα σε άλλους, όταν η οικονομία στενάζει, οι επιχειρήσεις αγωνίζονται για την επιβίωσή τους και η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι διάχυτη.

Την ίδια στιγμή, μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι απολαμβάνουν ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα και εξασφαλίζουν σημαντικά κονδύλια, συμπεριλαμβανομένων των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αξεπέραστα εμπόδια στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Αυτή η στρεβλή εικόνα ενισχύει την αίσθηση της αδικίας και υπονομεύει την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας.

Συμπερασματικά, το εντυπωσιακό πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού για το 2024, αντί να αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη οικονομικής ευρωστίας, αναδεικνύει μια πιο σύνθετη και ανησυχητική πραγματικότητα. Είναι το αποτέλεσμα μιας υπερφορολόγησης που επιβαρύνει δυσανάλογα τους πολίτες και τις μικρές επιχειρήσεις, ενώ οι παροχές που διανέμονται αποτελούν ένα μικρό και προσωρινό αντίδωρο. Η αληθινή πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να υιοθετήσει μια δίκαιη και αναπτυξιακή φορολογική πολιτική, που θα στηρίζει μόνιμα την οικονομία και την κοινωνία, αντί να επιδίδεται σε μια επίδειξη πλεονάσματος με αμφίβολα οφέλη για τους πολλούς. Η αλήθεια για την οικονομία δεν κρύβεται στα εντυπωσιακά νούμερα, αλλά στην καθημερινότητα των πολιτών και στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *