Έχανα ήδη . Ομολογουμένως δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο. Στο καζίνο της Ρόδου —όχι το σημερινό, αλλά λίγα χρόνια πριν—, δεν υπήρχε τίποτε να μ’ ευχαριστεί. Οι τσόχες ήταν φθαρμένες, οι γκρουπιέρηδες βαριεστημένοι, η παρακμή έντονη. Να χάνω κιόλας; Καλύτερα ένα ποτό στο μπαρ. «Αν οι παίκτες έφευγαν κάποια στιγμή ενώ κέρδιζαν, όλα τα καζίνο θα ήταν ζημιογόνα κι ας είναι υπέρ τους οι πιθανότητες».
Ο διευθυντής της σάλας με κέρασε το ποτό και μου εξήγησε. «Είναι θέμα timing, που λένε και οι Αμερικάνοι. Εννιά στους δέκα κάποια στιγμή “κάτι„ κερδίζουν. Αν μπορούσαν να φύγουν εκείνη τη στιγμή, πάντα θα χάναμε».
Τι μου έλεγε ο τύπος; Αυτό που έχει πει και ο Όρσον Ουέλς. «Αν θες ένα όμορφο τέλος, τότε δεν έχεις παρά να ΟΡΙΣΕΙΣ εσύ πότε τελειώνει η ιστορία σου».
Στο καζίνο, ας πούμε, αν το τέλος ήταν ότι έχασα ένα κάποιο ποσό, δεν θα ήταν καθόλου ένα ευχάριστο τέλος. Αν —ακόμα χειρότερα— προσπαθούσα να «ρεφάρω», μάλλον θα ήταν ένα ακόμα πιο επιβαρυμένο τέλος. Οπότε; Οπότε η βραδιά θα έπρεπε να συνεχιστεί αλλιώς. Η απώλεια των χρημάτων δεν θα ήταν παρά ένα μικρό μέρος μιας ιστορίας, που εν τέλει θα μπορούσε να είχε happy end.
Ας επιμηκύνουμε την ιστορία λοιπόν. Μπορούσα να φλερτάρω. Δεν υπήρχε διάθεση… (από αλλού όχι από μένα). Μπορούσα να βολτάρω μες στη νύχτα δίπλα στην παραλία. Αυτό ήταν μια θετική σκέψη. Βγήκα έξω, έλυσα τη γραβάτα μου κι άρχισα να περπατάω κάτω από το φεγγάρι με τα χέρια στις τσέπες. Περπάτησα αρκετά, έως ότου έφτασα σ’ ένα σικάτο μπαρ.
Έψαξα στις τσέπες μου: Είχα για ένα ποτό αν και πίνω ελάχιστα μην το παρεξηγήσετε. Κανένα πρόβλημα λοιπόν, η βραδιά ήταν δική μου και συνεχιζόταν. Μπήκα μέσα, μόνος, με τη μουσική να με «αγκαλιάζει» και τη θέα να με γαληνεύει… Διάβολε, κάποτε είχα χάσει στο καζίνο. Κάποτε! Ε και; Τώρα ήθελα επειγόντως ένα κουαντρό με πάγο σε χαμηλό…
Είχα όλο το χρόνο να σκεφτώ ό,τι μου έλειπε, ό,τι χρειαζόμουν. Άλλωστε, έχω μάθει —το διδάσκει η ίδια η ζωή μας— το τέλος κάθε μικρής ή μεγάλης ιστορίας να το δίνω πάντα εγώ. Και να ‘ναι μέρος της ύπαρξής μου: Τρυφερό, μοναχικό, με δυσκολίες που όμως «πέρασαν». Ο εαυτός μου. Ένα τέλος που να με γεμίζει αυτοπεποίθηση. Κάθε αναποδιά τη βάζω στη μέση της κάθε ιστορίας. Πάντα στη μέση, ποτέ στο τέλος της.
Αν η ζωή μου εξαρτάται από το timing, εντάξει. Αφήστε με να «κουρδίζω» εγώ το ρολόι μου. Τα καλά πάντα στο τέλος.