Σκοτεινές Σκιές στην Ευημερία: Η Ανησυχητική Άνοδος της Φτώχειας στην Ελλάδα

Επιμέλεια Αναστασία Δεκάκη
Τα πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την εξάπλωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα ηχούν σαν ένα καμπανάκι κινδύνου, διαψεύδοντας τις κυβερνητικές διακηρύξεις περί συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου. Αντί μιας φωτεινής εικόνας προόδου, οι ψυχροί αριθμοί αποκαλύπτουν μια ζοφερή πραγματικότητα: ο αριθμός των συμπολιτών μας που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας ή βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό αυξάνεται ανησυχητικά, αγγίζοντας πλέον τα 2,74 εκατομμύρια, ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στο 26,9% του πληθυσμού.
Η αύξηση κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος μεταφράζεται σε περισσότερους από 81.000 επιπλέον ανθρώπους που διολίσθησαν στην επισφάλεια, σε μια χρονιά όπου, παρά τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις στα εισοδήματα, η φτωχοποίηση φαίνεται να εδραιώνεται. Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι η φτώχεια δεν είναι ένα μονοδιάστατο φαινόμενο που αποτυπώνεται απλώς σε ένα χαμηλό εισόδημα. Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, αν και αποκαλυπτική, φέρει εγγενείς περιορισμούς, καθώς δεν καταγράφει πλήρως τις συνθήκες διαβίωσης των πιο ευάλωτων ομάδων, όπως οι άστεγοι, οι μετανάστες χωρίς σταθερή κατοικία και οι Ρομά που μετακινούνται διαρκώς. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική έκταση της φτώχειας ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Πέρα από τα συνολικά ποσοστά, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η γενικευμένη επιδείνωση των επιμέρους δεικτών. Ο κίνδυνος φτώχειας, χωρίς να συνυπολογίζεται ο κοινωνικός αποκλεισμός, μετά από μια σύντομη περίοδο ύφεσης, επέστρεψε στα επίπεδα του 2021, αγγίζοντας το 19,6%. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν δύο στους δέκα Έλληνες καλούνται να επιβιώσουν με ένα ετήσιο εισόδημα κάτω των 6.500 ευρώ, δηλαδή λιγότερα από 550 ευρώ τον μήνα. Παράλληλα, η υλική και κοινωνική στέρηση, ένας δείκτης που αποτυπώνει την αδυναμία πρόσβασης σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, αυξήθηκε στο 14%.
Η μόνη ελαφρά βελτίωση παρατηρείται στο ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας, το οποίο μειώθηκε στο 7,5%. Ωστόσο, το γεγονός ότι περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται η φτώχεια αποτελεί μια κατηγορηματική ένδειξη ότι για ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού οι μισθοί είναι πλέον “μισθοί φτώχειας”, ανεπαρκείς για την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής. Η αύξηση του πληθωρισμού στα βασικά αγαθά κατά το έτος αναφοράς της έρευνας (2023) φαίνεται να έχει εξανεμίσει οποιαδήποτε αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Η σημασία των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων στην ανακούφιση της φτώχειας γίνεται δραματικά εμφανής όταν συγκρίνουμε τα ποσοστά φτώχειας πριν και μετά την καταβολή τους. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις, το 45% του πληθυσμού θα βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας, υπογραμμίζοντας την αδυναμία των μισθών να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας για την πλειονότητα των πολιτών.
Η σύγκριση με την προ-κρίσης εποχή είναι ακόμη πιο απογοητευτική. Αν το κατώφλι της φτώχειας υπολογιζόταν με βάση τα εισοδήματα του 2008, τότε το 31,2% του πληθυσμού θα ήταν εκτεθειμένο στη φτώχεια. Η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι δραματικά χαμηλότερο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη όπου έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση.
Η εμβάθυνση της φτώχειας, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση του “χάσματος φτώχειας”, σημαίνει ότι οι φτωχότεροι ανάμεσα στους φτωχούς γίνονται ακόμη πιο ευάλωτοι. Περίπου οι μισοί από όσους βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας καλούνται να επιβιώσουν με λιγότερα από 400 ευρώ τον μήνα.
Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Χρήστο Γούλα, η ανησυχητική άνοδος της φτώχειας συνδέεται άρρηκτα με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, ιδίως στα είδη πρώτης ανάγκης όπως η στέγαση και η διατροφή, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα. Ενώ ο μέσος πληθωρισμός το 2023 ήταν σχετικά συγκρατημένος, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων ήταν πολύ υψηλότερες, επιδεινώνοντας την κατάσταση για τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας. Επιπλέον, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, απορροφώντας ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων. Ως αποτέλεσμα, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πληρωμή βασικών υποχρεώσεων.
Η ουσία είναι ότι οι ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης που προκαλεί ο επίμονος πληθωρισμός. Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει μια θλιβερή πρωτιά στην ΕΕ, με την χαμηλότερη αγοραστική δύναμη του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι απλώς αριθμοί. Αποτυπώνουν την αυξανόμενη δυσκολία εκατομμυρίων ανθρώπων να ζήσουν με αξιοπρέπεια στην Ελλάδα του 2025. Απαιτείται άμεση και ουσιαστική παρέ