Η αποτυχία των Συμφωνίας των Πρεσπών
Γράφει ο Χρήστος Δημητριάδης
Είμαι από τους ανθρώπους που κράτησα χαμηλούς τόνους στην εξαλλοσύνη που έπληξε χιλιάδες Έλληνες που βγήκαν στους δρόμους το 2019 ενάντια στην συμφωνία των Πρεσπών. Αφού διάβασα την συμφωνία εκείνη, είχα καταλήξει πως είναι μια κακή συμφωνία, όχι προδοτική όμως, που θα φέρει περισσότερα προβλήματα από τις λύσεις της.
Θεώρησα από την πρώτη ώρα πως είναι διάτρητη στον χρόνο και τον χώρο και ότι αργά ή γρήγορα, μια άλλη Ελληνική Κυβέρνηση θα βρει τις παραβιάσεις μπροστά της. Σαφώς και ήταν μια ιστορική συμφωνία η οποία όμως άφησε ανοικτούς λογαριασμούς. Σήμερα καλούμαστε όλοι εμείς να τους αντιμετωπίσουμε μετά από αυτά τα κομικοτραγικά που συμβαίνουν στα Σκόπια. Κωμικά γιατί ο τρόπος με τον οποίο ορκίστηκε η Πρόεδρος της γειτονικής Χώρα σου προκαλούσε γέλοντα και τραγικά γιατί η νέα Κυβέρνηση των Σκοπίων έχει σκοπό και στόχο να μην τηρήσει στην πράξη τα συμφωνηθέντα με αποτέλεσμα να συρθεί η Ελλάδα σε μια δικαστική μάχη χωρίς στο τέλος και αυτή να βγει κερδισμένη.
Φαίνεται πως για τους Σκοπιανούς να μην παίζει τόσο ρόλο η ένταξη της Χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ μιας και φέρονται έτοιμοι να ξανά αλλάξουν το όνομα τους.
Ήταν μάλλον αναμενόμενο σε αυτή τη συγκυρία να επανέλθει στη γειτονική χώρα ένα κλίμα εθνικισμού και να κερδίσουν τις εκλογές οι εθνικιστές του VMRO, που για χρόνια την κυβέρνησαν και ευθύνονται για αρκετά από τα προβλήματά της. Ούτε είναι παράλογο αυτό να αποτυπώνεται σε μια ρητορική αμφισβήτηση της συμφωνίας, παρότι, όπως ήδη αρκετοί έχουν σημειώσει, η συμφωνία είναι μη αναστρέψιμη, δηλαδή δεν μπορεί η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να μην την τηρήσει και προφανώς δεν μπορεί να αλλάξει το όνομά της.
Όμως, το ερώτημα είναι τι κάνουμε; Ένας δρόμος είναι να εμπλακούμε και εμείς σε μια ρητορική αντιπαράθεση. Δηλώσεις και κόντρα δηλώσεις κάθε φορά που η νέα κυβέρνηση δεν θα χρησιμοποιεί την σωστή ονομασία. Όξυνση και υψηλοί τόνοι. Και οτιδήποτε άλλο βολεύει ιδίως σε μια προεκλογική περίοδο όπου η πατριδοκάπηλη ακροδεξιά είναι σε άνοδο.
Όμως, υπάρχει και άλλος δρόμος. Και αυτός είναι να καταλάβουμε ότι δίπλα μας είναι μια χώρα, με μεγάλα προβλήματα που χρειάζεται στήριξη και βοήθεια. Μια χώρα που δεν αποτελεί απειλή – εκτός και εάν πιστεύουμε ότι το «Ποντίκι που βρυχάται» είναι μια ταινία που μας βοηθά να καταλάβουμε τις γεωπολιτικές απειλές – αλλά εάν αποσταθεροποιηθεί ξανά (όπως έχει συμβεί στο παρελθόν), τότε τα πράγματα γίνονται πιο προβληματικά. Μια χώρα που έχει ανάγκη από έναν σύμμαχο στην περιοχή και αυτός μπορεί να είναι η Ελλάδα, εξασφαλίζοντας οφέλη και για τις δύο πλευρές.
Αρκεί βεβαίως να θέλουμε να έχουμε πραγματικά σοβαρή και αξιόπιστη εξωτερική πολιτική και όχι απλώς κομματικές «ρητορικές» με κοντόφθαλμη στόχευση, που εγκυμονούν τον κίνδυνο αναζωπύρωσης συγκρούσεων και θεμάτων που θεωρούνταν λήξαντα και οι οποίες σε βάθος χρόνου λειτουργούν κατά του εθνικού συμφέροντος.