“Αλλαγή στο μοντέλο πυρόσβεσης”
Τις αιτίες και τους λόγους της διάρκειας των πύρινων μετώπων και των αναζωπυρώσεων εξηγούν ειδικοί καθώς όπως τονίζουν, μια αλληλουχία από λανθασμένες επιχειρησιακού τύπου κινήσεις, στερούν πολύτιμο χρόνο και πετυχαίνουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα την ώρα που οι πύρινες γλώσσες πολιορκούν μια περιοχή. Ο δασολόγος, ειδικός στις δασικές πυρκαγιές και διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛ.Γ.Ο. “ΔΗΜΗΤΡΑ”, Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος εξηγεί πως παλαιότερα, η αναζωπύρωση μιας πυρκαγιάς μεταφραζόταν αυτομάτως και ως ΕΔΕ για τον εκάστοτε δασάρχη.
Ο Δρ. Ξανθόπουλος ξετυλίγει το “κουβάρι” των αστοχιών που υπάρχουν στον τρόπο αντιμετώπισης των πυρκαγιών σε μία περίοδο που η χώρα ήδη μετρά νεκρούς και σημαντικές καταστροφές σε φυσικό περιβάλλον και περιουσίες. Βασικότερη αστοχία αποτελεί το γεγονός πως στην Ελλάδα βασιζόμαστε στα εναέρια μέσα, κάτι το όποιο έχει ως αποτέλεσμα τις αναζωπυρώσεις. Σε συνθήκες καύσωνα το νερό που πέφτει εξατμίζεται πολύ γρήγορα και ξαναρχίζει η φωτιά.
Σημαντικοί παράγοντες στο κεφάλαιο της πυρόσβεσης σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η ορθή διαχείριση του διαθέσιμου πυροσβεστικού στόλου από τους αρμόδιους συντονιστές όπως και η επανασύσταση της “διαλυμένης” Δασικής Υπηρεσίας. Παράγοντες οι οποίοι για τη χώρας μας αποτελούν ζητούμενο. Όπως σημειώνει ο ειδικός σε θέματα δασικών πυρκαγιών, 25 χρόνια πριν, το 1998 και 25 χρόνια μετά, εύκολα διαπιστώνουμε πως ο μέσος όρος καμένης έκτασης είναι περίπου ο ίδιος. Οι θάνατοι όμως είναι περισσότεροι, οι καταστροφές μεγαλύτερες και το κόστος έχει δεκαπλασιαστεί. Είναι επιτακτική η ανάγκη για αλλαγή του μοντέλου της πυρόσβεσης που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ερευνητή.
“Δεν πρέπει να περιμένουμε τα εναέρια μέσα να τελειώσουν τη φωτιά”
“Κάθε φωτιά σε ανοιχτό χώρο μπορεί να φτάσει από 900 μέχρι 1200 βαθμούς. Στις δασικές πυρκαγιές είτε μιλάμε για φλόγες 4 μέτρων είτε μιλάμε για φλόγες 20 μέτρων αγγίζουν αυτά τα ποσά των θερμοκρασιών. Το θέμα δεν είναι οι βαθμοί. Το θέμα είναι ότι ο άνθρωπος μέσα στους 60 βαθμούς αντέχει μέχρι 60 λεπτά, το ίδιο και το δέντρο. Αναφλέγεται στους 320 βαθμούς. Για να υπάρξει εξάτμιση του νερού που ρίχνουν οι δυνάμεις της πυροσβεστικής μιλάμε για πολύ μεγάλες φωτιές. Όταν έχουμε φωτιές της τάξης των 70 80 μέτρων δεν έχει νόημα να πας και να ρίξεις λίγο νερό. Θα εξατμιστεί και μάλιστα θα βοηθά και τη φωτιά. Οι φωτιές δεν σβήνονται με τέτοιου είδους μέσα. Δεν μπορεί πλησιάσει αεροσκάφος” εξηγεί ο Δρ. Ξανθόπουλος και συνεχίζει “Υπάρχουν διαφορετικές τεχνικές. Πας έμμεσα εφαρμόζεις την τεχνική “αντιπύρ” δημιουργώντας ζώνες μακρυά από τη φωτιά και δουλεύεις πλαγίως, Σε αυτό πάσχουμε. Δεν πρέπει να περιμένουμε τα εναέρια μέσα να τελειώσουν τη φωτιά και μετά να πάμε να κάνουμε την τελική κατάσβεση. Πρέπει να δουλεύουμε όση ώρα πάει η φωτιά εκεί που υπάρχει δυνατότητα και το επιτρέπουν οι συνθήκες. Η φωτιά έχει μια περίμετρο. Αυτή μπορεί να είναι 2 χιλιόμετρα. Πολλές φορές υπάρχει μια σύγχυση για το τι είναι περίμετρος και τι μέτωπο μέτωπο. Το μέτωπο μπορεί να είναι 200 μέτρα και να έχεις τη φωτιά να προχωρά γρήγορα να καίει καύσιμη ύλη και επομένως να βγάζει μεγάλες φλόγες και έχει τα πλάγια και το πίσω”.
“Η φωτιά σε διώχνει σε απόσταση τετραπλάσια από το ύψος της φλόγας”
Όπως καθιστά σαφές ο ερευνητής, αν “δουλέψεις” σωστά τη φωτιά την αντιμετωπίζεις εκεί που μπορείς και όταν δεν είναι εφικτό να σταθείς μπροστά δεν προσπαθείς μάταια. “Η φωτιά σε διώχνει σε απόσταση τετραπλάσια από το ύψος της φλόγας. Αν έχουμε μια φλόγα 20 μέτρων η φωτιά μας διώχνει από τα 80 μέτρα. Θα πρέπει να τη δουλέψουμε από τα πλάγια, να κρατηθεί στενή και να αδράξουμε την ευκαιρία όταν υπάρξει σημείο με λιγότερη βλάστηση ή σε μία αντιπυρική ζώνη που θα μας βοηθήσει. Αυτό εξαρτάται από πολλά στοιχεία γιατί έχουμε φωτιές όπως π.χ. το μελτέμι που ξέρουμε πού θα πάει. Είναι τελείως διαφορετικά από την περίπτωση της φωτιάς του ψυχρού μετώπου που έχεις αλλαγή κατεύθυνσης. Χρειάζεται γνώση και να βλέπεις μπροστά και το κυριότερο να έχεις πυροσβέστες που δεν θα καθίσουν στους δρόμους αλλά θα κυνηγήσουν τη φωτιά εκεί που μπορούν την ώρα που μπορούν. Αν κάτσεις στους δρόμους και την περιμένεις, αργά ή γρήγορα και λόγω των εκάστοτε συνθηκών (μέρα, νύχτα, άνεμοι, τοποθεσίες, ανάγλυφο εδάφους και άλλα φαινόμενα που πρέπει να τα γνωρίζει ο συντονιστής ) η φωτιά θα γυρίσει πάνω μου και το πλάγια που θα μπορούσα να επιχειρήσω θα είναι πλέον μέτωπο, ενώ όσο είναι πλάγια αν πάω εγώ και την τελειώσω ή να χρησιμοποιήσω τη μέθοδο της απόκαυσης μπορώ να τη ρυθμίσω”.
“Εκεί οφείλονται οι αναζωπυρώσεις”
“Οι φωτιές δε σβήνουν από τον αέρα. Από αέρος απλά κατεβαίνει η φλόγα. Μπορεί να φαίνεται ότι τη σταμάτησες αλλά ειδικά αν δεν είναι χόρτα και πρόκειται άλλη βλάστηση με κλαδιά ή βαθύ χλοοτάπητα αυτό θα συνεχίζει να σιγοκαίει. Από τον αέρα δεν διακρίνεται το σημείο που θα σιγοκαίει και για αυτό θα ξεκινήσει αργότερα όταν στεγνώσει. Εκεί οφείλονται οι αναζωπυρώσεις. Αν είχες αναζωπύρωση, συχνά “έτρωγες” ΕΔΕ ως Δασάρχης” περιγράφει ο Δρ Ξανθόπουλος και προσθέτει: “Σήμερα είναι σχεδόν σίγουρο πως σε όλες τις δύσκολες φωτιές έχεις αναζωπυρώσεις. Καταλαβαίνετε πως υπάρχει διαφορά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η κατάσβεση. Υπάρχουν πολλές αστοχίες. Η βασικότερη είναι που βασιζόμαστε στα εναέρια μέσα που αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις πολλές αναζωπυρώσεις διότι σε συνθήκες καύσωνα το νερό που πέφτει εξατμίζεται πολύ γρήγορα και ξαναρχίζει η φωτιά. Ο χρόνος που μεσολαβεί από το πρώτο σβήσιμο της φλόγας μέχρι την αναζωπύρωση είναι πολύτιμος για να σβήσει μια φωτιά.”.
Η ορθή αξιοποίηση των διαθέσιμων μέσω και η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο πυρόσβεσης
“Είναι πολύ σημαντικό το πώς αξιοποιείς τα μέσα που έχεις. Σήμερα η Ελλάδα μετρά περισσότερα από 2.500 πυροσβεστικά οχήματα. Το κόστος της πυρόσβεσης μεγάλο, οι συνθήκες πιο δύσκολες που σχετίζονται και με τον καιρό αλλά πάνω από όλα με την αλλαγή της βλάστησης στο χώρο. Έχουμε βάλει τη δασική υπηρεσία στην άκρη. Χρειαζόμαστε ένα καινούριο μοντέλο με βελτίωση των αδυναμιών που βλέπουμε ότι υπάρχουν και έχουν καταγράφει στην έκθεση της επιτροπής Βολντάμερ. Δεν περισσεύει κανείς. Οι φορείς πρέπει να συνεργάζονται επί ίσοις όροις”.
Η σημασία του κλίματος
Κληθείς να σχολιάσει τη σημασία του κλίματος σε συνάρτηση με την εξάπλωση της πύρινης λαίλαπας ο Δρ. Ξανθόπολος σημειώνει πως το κλίμα της Νότιας Ελλάδας βοηθά την ανάφλεξη και την διάδοση της φωτιάς. “Υπάρχει μεγάλη διαφορά στα δάση που βρίσκονται στην Νότια και στη Βόρεια Ελλάδα όπως και η διαφοροποίηση των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν. Ο ρόλος του κλίματος στην κάθε περιοχή είναι μεγάλος αφού επηρεάζει τα είδη και την ανάπτυξη της βλάστησης. Στην Νότια Ελλάδα έχουμε πάντα υψηλότερες θερμοκρασίες και μεγαλύτερους χρονικά καύσωνες”.
Η επόμενη μέρα
“Η φύση συνεχίζει να παράγει και για αυτό πρέπει να υπάρξει διάσπαση. Η διάσπαση γίνεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να σαπίσει, αλλά στην Ελλάδα όπως και σε άλλα Μεσογειακά οικοσυστήματα δεν είναι εφικτό. Άρα ο,τι περίσσευμα υπάρχει κάποια στιγμή θα καεί. Η φύση ολοκληρώνει πάντα τον κύκλο της και αρχίζει από την αρχή. Ο άλλος τρόπος διαχείρισης είναι να πάρουμε την καύσιμη ύλη είτε με βοσκή, είτε με κόψιμο για ξυλεία” εξηγεί ο Δρ Ξανθόπουλος για να τονίσει καταλήγοντας: “Αν δεν λειτουργήσουμε έχοντας αυτά στη σκέψη μας και εγκαταλείποντας την Δασική υπηρεσία πιστεύοντας πως είναι ένας μπελάς- άλλωστε τα δέντρα δεν ψηφίζουν- αυτά θα είναι τα αποτελέσματα”.
Πηγή: https://thesstoday.gr/