3 Οκτωβρίου, 2023
Περιφέρεια

Φυλακίστηκε για συμμετοχή του στο Πραξικόπημα, υπήρξε φίλος του Γ. Παπαδόπουλου και βοήθησε την Χαλκιδική 

Αφιέρωμα: Κωνσταντίνος Ασλανίδης, ένας άγνωστός αλλά παρεξηγημένος Στρατιωτικός

Ο Κώστας Ασλανίδης Έλληνας εθνικιστής, ανώτερος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού με το βαθμό του Συνταγματάρχη ε.α. των Ειδικών Δυνάμεων στον Ελληνικό Στρατό Ξηράς, ένας από τους πρωταγωνιστές της επιβολής του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, στενός φίλος και συνεργάτης του Γεωργίου Παπαδόπουλου στις κυβερνήσεις του οποίου κατέλαβε θέσεις Γενικού Γραμματέα και Υφυπουργού, που αποκλήθηκε «αναμορφωτής του Ελληνικού αθλητισμού» και «πρωταθλητής έργων», γεννήθηκε το 1917 ή το 1918  στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζονταν ως υπηρέτρια η μητέρα του, και πέθανε  από καθολικό καρκίνο την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 1984 στο σπίτι του στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε στις 15:30 το απόγευμα της Παρασκευής 30 Νοεμβρίου στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών στη Ριζούπολη όπου και τάφηκε.

Ήταν παντρεμένος δύο φορές και η πρώτη σύζυγος του, από την οποία έγινε πατέρας δύο παιδιών, της Δέσποινας και του μετέπειτα αξιωματικού των Καταδρομών Γιώργου Ασλανίδη, ήταν εργάτρια της εταιρείας «ΥΦΑΝΕΤ» στη Θεσσαλονίκη. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με τη Λούλα Φραντζή-Ασλανίδη, κόρη γνωστής οικογένειας των Αθηνών, με την οποία δεν απέκτησε απογόνους.

Ποιά είναι όμως η σχέση του με την Χαλκιδική; Βιολογικός πατέρας του Κωνσταντίνου ήταν ο Αλέξανδρος Σφέτσιος , εργοδηγός στα μεταλλεία Γερακινής στο νομό Χαλκιδικής και μητέρα του η Δέσποινα Γαλάνη. Μετά το διαζύγιο των γονέων του η μητέρα του παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο και ο Κωνσταντίνος που υιοθετήθηκε από το σύζυγο της μητέρας του έλαβε το επώνυμο Ασλανίδης.

Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε στον Πολύγυρο του νομού Χαλκιδικής, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα της Εγκύκλιας και Μέσης εκπαιδεύσεως. Στα χρόνια του Γυμνασίου μυήθηκε από το Γυμνασιάρχη του κι έγινε μέλος της «Ο.Κ.Ν.Ε.»[«Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος»], όμως συνελήφθη από την ασφάλεια για συνωμοτική δράση, στο σπίτι της Λούλας Φραντζή μαζί με τους Κώστα Παπαργύρη, Αντώνη Μπέλλο και Μιχάλη Αικατερινάρη. Στην ανάκριση επέδειξε πνεύμα συνεργασίας και σύντομα, με τη βοήθεια του συνταγματάρχη Τζικάκη τότε Νομάρχη Χαλκιδικής, αποστασιοποιήθηκε από τις κομμουνιστικές ιδέες και πρακτικές.

Φοίτησε κι αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις τάξεις των εθνικών οργανώσεων και το Νοέμβριο του 1943 διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 με το βαθμό του Λοχαγού. Διατέλεσε υποδιοικητής της Διοικήσεως Ειδικών Δυνάμεων [Καταδρομών] του Γενικού Επιτελείου Στρατού [Γ.Ε.Σ.]. Στις 10 Φεβρουαρίου 1968, μετά από αίτηση του, τέθηκε σε αποστρατεία λαμβάνοντας το βαθμό του Συνταγματάρχη  με Βασιλικό Διάταγμα . Στις αρχές του 1970, ο Ασλανίδης είχε πει σε συνομιλία του με τον Ευάγγελο Αβέρωφ ότι «…ο σκληρότερος των σκληρών …. είναι ο Ιωαννίδης, ο οποίος αναμειγνύεται στα πάντα, ακόμη και στην εξωτερική πολιτική. Ο Ιωαννίδης δύο φορές θέλησε να παραπέμψει τον Αβέρωφ σε στρατοδικείο αλλά εμποδίστηκε από τον Παπαδόπουλο….». Ο Ασλανίδης τιμήθηκε με όλα τα προβλεπόμενα στρατιωτικά μετάλλια και παράσημα. Αρχικά κατοικούσε σε σπίτι στα Σεπόλια στην Αθήνα και αργότερα σε ιδιόκτητη κατοικία στην οδό Μπλέσσα 64 στο Παγκράτι του δήμου Αθήνας.

Ο Ασλανίδης μυήθηκε και εντάχθηκε στην ομάδα των αξιωματικών που σχεδίαζαν την Επανάσταση της 21ης Απριλίου, από τον Ιωάννη Λαδά. Τα ξημερώματα εκείνης της ημέρα ο Ασλανίδης με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, πρωταγωνίστησε στην επικράτηση της Επαναστάσεως κινητοποιώντας τις μονάδες Λόχων Ορεινών Καταδρομών [Λ.Ο.Κ.]. Μαζί με τον Ιωάννη Λαδά περίμεναν τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στο Ελληνικό Πεντάγωνο και κατέλαβαν το κτίριο. Τις πρώτες πρωινές ώρες της ίδιας μέρας ο Ασλανίδης και ο Μιχάλης Ρουφογάλης, με εντολή του Παπαδόπουλου βρέθηκαν στο στρατόπεδο του Μπογιατίου, όπου είχε μεταφερθεί κρατούμενος ο Ανδρέας Παπανδρέου, με την εντολή να φροντίσουν να μην κινδυνέψει η ζωή και η υγεία του. Ο Παπαδόπουλος επέδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την κατάσταση του Ανδρέα Παπανδρέου και φρόντισε να διασφαλίσει ότι δεν θα υποστεί το παραμικρό κακό.

Φθάνοντας στο Μπογιάτι ο Ασλανίδης τον αναζήτησε μεταξύ των κρατουμένων. Ο Παπανδρέου απάντησε «Παρών» στην ονομαστική πρόσκληση του Ασλανίδη, για να εισπράξει την απάντηση «Κύριε Παπανδρέου αυτό είναι το πρώτο παρών που δίνετε στον Ελληνικό Στρατό». Στις 13 Δεκεμβρίου 1967, εκδηλώθηκε το αποτυχημένο Βασιλικό κίνημα. Τότε τέθηκε από το επιτελείο των στελεχών της 21ης Απριλίου θέμα πολιτειακού, καθώς οι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί ήταν έντονα αντιβασιλικοί και μεταξύ τους ο Ασλανίδης ο οποίος φέρεται να είπε «Εάν επανέλθει ο Κωνσταντίνος θα τον σκοτώσω». Αν και αντιβασιλικός ο Ασλανίδης δέχθηκε να συναντηθεί το 1968, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο στη Ρώμη, στον οποίο μετέφερε μήνυμα του Γεωργίου Παπαδόπουλου, με το οποίο ο τότε πρωθυπουργός του ζητούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όμως ο Βασιλιάς δεν πίστεψε στις προθέσεις του καθεστώτος.

Με τον αναγκαστικό Νόμο 127/1967 «Περί αναδιοργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού», διευθετήθηκε το θέμα της λειτουργίας των σωματείων ανά την επικράτεια με την τοποθέτηση στρατιωτικών επιτρόπων. Το άρθρο 24 του νόμου προέβλεπε ότι «ο υπουργός Προεδρίας της κυβερνήσεως μπορεί όποτε κρίνει να διαλύσει τη διοίκηση ενός αθλητικού σωματείου, αν κρίνει ότι παραβιάζει τα εκ των ισχυόντων νόμων και κανονισμών» ενώ όπως ήταν απολύτως φυσικό απαγορευόταν «η εγγραφή ως μέλους σωματείου, καλλιεργούντος οιονδήποτε κλάδον σωματικής αγωγής προσώπου μη νομιμόφρονος». Με απόφαση του Ασλανίδη, όλοι οι νομοί της χώρας θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον από μία ομάδα στο πρωτάθλημα της Β’ εθνικής. Αναπόφευκτα επήλθε διάλυση συλλόγων όμως όπως έλεγε ο Ασλανίδης «σκοπός μου δεν είναι καταστρέψω τους μεγάλους συλλόγους, αλλά να δημιουργήσω περισσότερους», όμως παρ’ ότι η προκήρυξη του πρωταθλήματος της Β’ εθνικής για τη σεζόν 1967-68 προέβλεπε τη διεξαγωγή του σε δύο ομίλους των 14 ομάδων, τελικά διεξήχθη σε δύο των 16. Μάλιστα επί δικής του θητείας εγκρίθηκε και χρηματοδοτήθηκε το Γυμνάσιο Κασσάνδρας.

Την 1η Νοεμβρίου 1974, ασκήθηκε δίωξη εναντίον του Ασλανίδη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, κατά παράβαση των άρθρων 134 και 135, άρθρα 8α και 8β του Ποινικού Κώδικα, καθώς και 63 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Η μήνυση δυο μέρες αργότερα, διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία Αθήνας στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη, επειδή όταν τελέστηκαν τα αδικήματα ήταν στρατιωτικός. Η δίωξη ασκήθηκε από τον Μενέλαο Κουτσάκο, προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών, καθώς και εναντίον των Γεωργίου ΠαπαδόπουλουΝικολάου ΜακαρέζουΣτυλιανού Παττακού, και 62 ακόμη συνεργατών τους. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε συνέντευξη του στην Ελληνική κρατική τηλεόραση, στις 13 Νοεμβρίου 1974, υποστήριξε ότι «..παρέλαβε χάος και καμμένη γην», ενώ είπε ακόμη πως «..η κυβέρνησή μου αντικατέστησε άνω των 100.000 ατόμων, από τον τελευταίο κοινοτάρχη μέχρι τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, άνοιξε το δρόμο για την δικαστική δίωξη των πρωταιτίων της τυραννίας και για να διευκολύνει το έργο της Δικαιοσύνης, έλαβε μέτρα ασφαλείας κατά των υπευθύνων, τους δε κορυφαίους εξ αυτών, τους εξετόπισε σε νήσο του Αιγαίου…».

Ο Ασλανίδης κλήθηκε για απολογία στις 27 Ιανουαρίου 1975 και παρουσιάστηκε στον ανακριτή Γεώργιο Βολτή, σε αστυνομικό τμήμα των Αθηνών, από τον οποίο ζήτησε ολιγοήμερη προθεσμία προκειμένου να προετοιμάσει την απολογία του. Η εμφάνιση του στον ανακριτή ήταν προγραμματισμένη για τις 6 το απόγευμα της 3ης Φεβρουαρίου 1975, όμως αυτό δεν συνέβη. Σε βάρος του εκδόθηκε στις 2 το μεσημέρι της 8ης Φεβρουαρίου, διεθνές ένταλμα συλλήψεως, για απιστία και υπεξαίρεση, το οποίο διαβιβάστηκε από τις Ελληνικές αρχές στην Ιντερπόλ, καθώς όπως διαπιστώθηκε αργότερα είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Το σήμα φέρει την υπογραφή του Νικολάου Γανώση, Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών. Ο Ασλανίδης παραπέμφθηκε και δικάστηκε στη δίκη των πρωταιτίων της 21ης Απριλίου κι είναι ένας από τους δύο κατηγορούμενους για τους οποίους εκδόθηκε απαλλακτική απόφαση και κηρύχθηκε αθώος.

Αυτοεξόριστος

Ο Ασλανίδης εγκατέλειψε την Ελλάδα και διέφυγε στην Ιταλία, προκειμένου να αποφύγει το κύμα διώξεων που είχε εξαπολυθεί εναντίον των αξιωματούχων του επαναστατικού καθεστώτος. Δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν ότι αρχικά διέφυγε με κότερο και κατέφυγε στην Ελβετία, απ’ όπου μετά από παραμονή τριών μηνών, μετακινήθηκε στην Ιταλία. Το βράδυ της 20ης Ιουνίου 1975 ο Ασλανίδης και οι οικοδεσπότες του υπέστησαν αστυνομικό έλεγχο σε δρόμο της πόλεως του Πόρτο Φίνο, γεγονός που ανάγκασε τον Ασλανίδη να προετοιμάσει την αναχώρηση του.

Σύλληψη στην Ιταλία

Την επόμενη ημέρα, 21 Ιουνίου 1975, ο Ασλανίδης συνελήφθη από Ιταλούς καραμπινιέρους στη μισθωμένη βίλα «Σάντα Μαργκερίτα» στο Πόρτο Φίνο της Ιταλικής Ριβιέρας, την ώρα που ετοίμαζε τη βαλίτσα του, προκειμένου να αναχωρήσει. Έφερε διπλωματικό διαβατήριο με αριθμό 172 με ημερομηνία εκδόσεως την 28η Σεπτεμβρίου 1973, το οποίο τον ανέφερε ως Υπουργό Παιδείας. Μαζί του συνελήφθησαν η Ελληνίδα Αφροδίτη Κατώπη και ένας ακόμη Έλληνας πολίτης, ο παράγοντας της Α.Ε.Κ. Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, οι οποίοι τον φιλοξενούσαν. Στις 27 Ιουνίου από τις Ελληνικές αρχές, επιδόθηκαν στις αντίστοιχες της Ιταλίας, τα έγγραφα με τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του [24]. Η Ελληνική πολιτεία, σε μια προσπάθεια παραπλανήσεως της Ιταλικής δικαιοσύνης, ζητούσε την έκδοση του Ασλανίδη για ποινικό αδίκημα, υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος ποσού ύψους 450.000 δραχμών, ποσό που του δόθηκε από Έλληνα εφοπλιστή που ο ίδιος δήθεν ιδιοποιήθηκε καταχρώμενος και δεν το διέθεσε ως πριμ στους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού. Στα έγγραφα δεν γίνονταν καμμιά αναφορά στη δίωξη που είχε ασκηθεί σε βάρος του λόγω της συμμετοχής του στην Επανάσταση της 21ης Απριλίου, ενέργεια που θα καθιστούσε αυταπόδεικτο πως η δίωξη του ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του δράσεως.

Φυλάκιση

Ο Ασλανίδης τέθηκε υπό κράτηση στις φυλακές «Μαράσσι» στο Κιάβερι στην περιοχή της Γένοβας και μέσω του συνηγόρου του, δικηγόρου Γένοβας, Ρενάτο Πιτσιμίνο, ζήτησε πολιτικό άσυλο . Το Εφετείο της Γένοβας που εξέτασε το αίτημα της εκδόσεως του, στις 22 Φεβρουαρίου 1976, ανέβαλε την έκδοση αποφάσεως καθώς ο Ασλανίδης προσκόμισε βεβαίωση των ποδοσφαιριστών του Παναθηναϊκού που κατέθεσαν ενυπογράφως ότι ο Ασλανίδης τους έδωσε μετρητά τα χρήματα για τα οποία κατηγορούνταν ότι διέπραξε το αδίκημα της καταχρήσεως. Παράλληλα ο τότε γενικός αρχηγός του συλλόγου, ο Ηρακλής Τσίπρας, αδελφός του πατέρα του μετέπειτα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, μίλησε σε αθλητική εφημερίδα των Αθηνών και ξεκαθάρισε ότι «..μετά το ματς με τον Ερυθρό Αστέρα (σ.σ. τον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών), ήλθε ο κ. Ασλανίδης και έδωσε στον (προπονητή της ομάδας) Πούσκας 450.000 δραχμές, προερχόμενες από κάποιο εφοπλιστή, για να τα μοιράσει επί τόπου στους παίκτες, παρουσία μου ως αρχηγού της ομάδας. Πράγματι ο Πούσκας τα μοίρασε αμέσως και, αν θυμάμαι καλά, κάθε παίκτης πήρε από 35.000…».

Δίκη & απελευθέρωση

Στις 3 Μαρτίου 1976, το Εφετείο της Γένοβας απέρριψε την αίτηση των Ελληνικών αρχών για την έκδοση του Ασλανίδη και συντάχθηκε με την πρόταση του εισαγγελέα Κόκο που αργότερα δολοφονήθηκε από την κομμουνιστική οργάνωση «Ερυθρές Ταξιαρχίες, πως αν και τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση του Ασλανίδη δεν είναι πολιτικά, «…υπάρχει βάση να πιστεύεται ότι εάν εγκρινόταν το αίτημα εκδόσεώς του, υπάρχει κίνδυνος η θέση του Ασλανίδη να καταστή σοβαρή για πολιτικούς λόγους». Πηγές του δικαστηρίου δήλωσαν ότι ο Ασλανίδης θα αφεθεί ελεύθερος αν δεν υποβάλλονταν έφεση κατά της αποφάσεως σε τρεις μέρες. Το δικαστήριο απέρριψε την έκδοση με το πρόσθετο επιχείρημα ότι ο Ασλανίδης κατηγορείται επίσης «για διάπραξη πολύ σοβαρών πολιτικών εγκλημάτων, για τα οποία διατρέχει τον κίνδυνο να καταδικασθή στην εσχάτη των ποινών». Στις 20 Ιουλίου 1976 το Ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της Ιταλίας επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου της Γένοβας  και την επόμενη ημέρα, στις 21 Ιουλίου εκείνου του έτους, ο Ασλανίδης αφέθηκε ελεύθερος. Μετά την απελευθέρωση του κατέφυγε στη Βραζιλία, όπου έζησε για αρκετά χρόνια σε έσχατη ένδεια και εργάστηκε σε διάφορες εργασίες, ακόμη και ως μικροπωλητής, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Το τέλος του

Στις αρχές του 1984, ο Ασλανίδης, ασθενής από μεταστατικό κακοήθη καρκίνο στομάχου, υπέβαλλε αίτημα να λάβει ταξιδιωτικά έγγραφα και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Το αίτημα του έγινε δεκτό και με Ελληνικά έγγραφα ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου στα τέλη του Μαΐου 1984, νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο, πάσχοντας από καθολικό καρκίνο. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα συνελήφθη στο Ανατολικό αεροδρόμιο του Ελληνικού και στη συνέχεια μεταφέρθηκε και κρατήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού σε σοβαρή κατάσταση. Η γενική κλινική του εικόνα επέβαλε την μεταφορά και εισαγωγή του σε μονάδα υγείας για ιατρική παρακολούθηση. Ετοιμοθάνατος μεταφέρθηκε και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Ν.Ι.Μ.Τ.Σ.[Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού], και λίγο καιρό αργότερα επέστρεψε στο σπίτι του όπου και απεβίωσε.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.