6 Οκτωβρίου, 2024
Άρθρα

Γιατί συνεχώς απομακρύνεται η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού;

Γράφει ο Γιάννης Μαγκριώτης, πρώην Υπουργός

Η Χούντα των Αθηνών, με το εγκληματικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 ενάντια στον εκλεγμένο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και την Κυπριακή Δημοκρατία, έδωσε το άλλοθι στην Τουρκία να εισβάλλει στην Κύπρο και να κατέχει από εκείνο το Καλοκαίρι το 38% του νησιού.

Ο Τούρκος πρόεδρος, με τις δηλώσεις του για την φετινή επέτειο, δείχνει την απόλυτη περιφρόνηση στο διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ, όπως ουσιαστικά κάνει η Τουρκία από το 1974.
Αυτό όμως που διαφοροποιεί τις σημερινές του θέσεις, από τις προηγούμενες, είναι ότι διακηρύσσει πως:

1. Η όποια λύση στο Κυπριακό θα πρέπει να επιβεβαιώνει την σημερινή πραγματικότητα στην Κύπρο, δηλαδή, τα δύο ξεχωριστά κράτη.

2. Η Τουρκία, που καθημερινά ισχυροποιείται, θα νομιμοποιήσει σύντομα αυτή την πραγματικότητα και διεθνώς.

Οι ηγεσίες Ελλάδας και Κύπρου, πέρα από τις γνωστές επαναλαμβανόμενες θέσεις, πρέπει να αποδείξουν ότι: Μπορούν να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη, και ταυτόχρονα, να επιβάλλουν το διεθνές δίκαιο.

Μια σύντομη αναδρομή στο Κυπριακό, θα μας φέρει στις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα χρόνια που η Βρετανία, αποδυναμωμένη από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρ’ ότι νικήτρια, και κάτω από την πίεση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ολοκλήρωνε την αποχώρηση από τις αποικίες της.

Βέβαια, είχε ακόμη την δυνατότητα, είτε γιατί οι τοπικές κοινωνίες δεν είχαν την δύναμη να διώξουν τις αποικιοκρατικές δυνάμεις είτε γιατί είχε την υποστήριξη της νέας υπερδύναμης των ΗΠΑ, να διατηρήσει στον ένα ή άλλο βαθμό, τον έλεγχο μερικών μικρών περιοχών, που όμως είχαν για αυτήν ιδιαίτερο γεωστρατηγικό ενδιαφέρον.
Η Κύπρος ήταν σε αυτήν τη κατηγορία. Στο ισχυρό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελληνοκυπρίων, που αποτελούσαν και το 80%, των κατοίκων του νησιού, που διεκδικούσε την Ένωση με την Ελλάδα, το Λονδίνο, αντέδρασε με μια διπλή στρατηγική: Σκληρή στρατιωτική καταστολή του κινήματος και, ταυτόχρονη ενεργοποίηση της Τουρκίας, για να αποδυναμώσει το Κίνημα υπέρ της Ένωσης και να διατηρήσει την παρουσία της.
Το πέτυχε, αξιοποιώντας και τα λάθη της κυβέρνησης των Αθηνών, που δέχτηκε την Τουρκία, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ως ισότιμο συνομιλητή για το μέλλον της Κύπρου, στις πρώτες διασκέψεις που οργάνωσε η Βρετανία.

Η συνέχεια είναι γνωστή, σφραγίστηκε στα τέλη της δεκαετίας με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου.

Η Τουρκία απέκτησε επίσημο, αναγνωρισμένο διεθνώς και αποδεκτό από την Ελλάδα, ρόλο στην Κύπρο.

Τα επόμενα βήματά της ήταν προδιαγραμμένα, μια απόπειρα εισβολής το 1964, ως εγγυήτρια δύναμη της τήρησης του Συντάγματος και της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων, απετράπη πριν εκδηλωθεί από τις ΗΠΑ, αλλά και από την ισχυρή στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας, με την Μεραρχία που είχε σταλεί την προηγούμενη χρονιά.

Το σχέδιο της εισβολής απέκτησε πιθανότητες επιτυχίας με την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας το 1968, από την Χούντα των Αθηνών, μετά από συνάντηση του δικτάτορα Παπαδόπουλου, με τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ντεμιρέλ, στον Έβρο.

Δυστυχώς η αφορμή δόθηκε, με το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών κατά του εκλεγμένου προέδρου Μακαρίου και της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 15 του Ιούλη του 1974.

Αυτή την φορά οι ΗΠΑ, στην καλύτερη περίπτωση αδιαφόρησαν, όλα δείχνουν πάντως, ότι, δεν ήταν αντίθετη, φυσικά η Βρετανία μάλλον ικανοποιήθηκε, αφού η νέα πραγματικότητα στο νησί εννοούσε την παρουσία της, ενώ και η Μόσχα κράτησε αποστάσεις, αφού η σύγκρουση δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, Ελλάδας και Τουρκίας, την ευνοούσαν.
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν είναι γεμάτες ψηφίσματα του ΣΑ του ΟΗΕ, που καταδίκαζαν την εισβολή και ζητούσαν λύση με βάση το διεθνές δίκαιο, γεμάτες από άπειρες διασκέψεις, διμερείς, τριμερείς, πενταμερείς και κάθε είδους πρωτοβουλίες, που όλες κατέληγαν σε αποτυχία.
Το 1983 ήρθε η ανακήρυξη της αυτοαποκαλούμενης “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου”, το γεγονός καταδικάστηκε από το ΣΑ του ΟΗΕ, και καμία χώρα, πλην της Τουρκίας, μέχρι τώρα, δεν την έχει αναγνωρίσει.
Από τότε μέχρι σήμερα, δύο φορές το Κυπριακό, βρέθηκε κοντά στην λύση του, η πρώτη ήταν το 2004 και η δεύτερη το 2017, και τις δύο φορές όμως δεν συμφωνήθηκε η τελική λύση και από τότε φυσικά δεν διαφαίνεται νέα ευκαιρία.
Αντιθέτως, και επίσημα πλέον από πέρσι, η νέα ηγεσία των Τουρκοκυπρίων και η Άγκυρα, με έγγραφα στον ΟΗΕ, δηλώνουν: Πως λύση στο μέχρι τώρα πλαίσιο του ΣΑ του ΟΗΕ, δεν μπορεί να υπάρξει, λόγω της άρνησης των ελληνοκυπρίων και της Ελλάδας, και πως η μόνη εφικτή λύση, είναι αυτή των δύο ανεξάρτητων κρατών, τα οποία ως Ανεξάρτητες πλέον κρατικές οντότητες θα συζητήσουν ποια σχέση θα έχουν.
Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι, η μορφή της λύσης του Κυπριακού, εξαρτάται από τέσσερις βασικούς παράγοντες:

1. Την θέληση και τα συμφέροντα των δύο κοινοτήτων.
2. Την ισορροπία ισχύος Ελλάδας-Τουρκίας.

  1. Την ευκαιρία για μια λύση, όπου όλες οι πλευρές θα είναι κερδισμένες.
    4. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή των ΗΠΑ, της Βρετανίας, των ισχυρών κρατών της ΕΕ, και της Ρωσίας.

    Οι δύο κοινότητες βρέθηκαν κοντά το 2004, όπως και το 2017, το κίνητρο στην πρώτη περίπτωση και για τις δυο κοινότητες ήταν η ένταξη στην ΕΕ, στην δεύτερη, η ενιαία κρατική οντότητα, η ένταξη των Τουρκοκυπρίων στην ΕΕ και, η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων.
    Η ισορροπία ισχύος, με μικρές διαφοροποιήσεις, ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, παραμένουν αμετάβλητες.

    Τα γεωπολιτικά συμφέροντα των διεθνών παραγόντων παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους μεταβολές των συσχετισμών δυνάμεων, και δεν φαίνεται να αλλάξουν στον ορατό ορίζοντα του χρόνου.

    Συνεπώς, οι παράγοντες που μπορούν να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την λύση, της μιας ή άλλης μορφής, είναι τα κοινά συμφέροντα των δύο κοινοτήτων και η ισορροπία ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

    Δυστυχώς, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, είτε λόγω της ασφυκτικής πίεσης της Τουρκίας είτε λόγω απογοήτευσης, οι δυνάμεις της λύσης είναι σε υποχώρηση τα τελευταία χρόνια. Στην Ελληνοκυπριακή πλευρά, κυριαρχεί, μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το δόγμα: Η μη λύση, είναι η καλύτερη λύση.
    Στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα υπάρξουν δραματικές ανατροπές στο προσεχές μέλλον, συνεπώς, δεν θα υπάρξουν και ουσιαστικά βήματα επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος.
    Αν είναι έτσι τα πράγματα, ίσως κάποιος να έλεγε, μικρό το κακό και συνηθίσαμε να ζούμε με αυτό. Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι, γιατί η Τουρκία κάθε λίγο, σταθερή στην αναθεωρητική της στρατηγική, δημιουργεί μικρά και μεγάλα γεγονότα, που δημιουργούν de facto καταστάσεις.
    Η εισβολή και η κατοχή ήταν το πρώτο, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους το δεύτερο, το μερικό άνοιγμα των Βαρωσίων το τρίτο, η ενσωμάτωση του αεροδρομίου της Τύμπου στην εσωτερική λειτουργία της Τουρκικής επικράτειας το τέταρτο, η επίσημη τώρα θέση ότι, δεν συζητά για καμία λύση, εκτός των δύο κρατών, είναι η απόφαση που δημιουργεί νέα αρνητικά δεδομένα.
    Αναρωτιέμαι, αν αύριο γίνει πράξη, αυτό που πριν λίγες ημέρες μας ήρθε από την Ουάσιγκτον, από εκπρόσωπο του Ελληνοαμερικανικού λόμπι, ότι ο Τατάρ, με την υποστήριξη της Τουρκίας, μπορεί να ανακοίνωνε, στην επέτειο της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων, ένα δημοψήφισμα των Τουρκοκυπρίων για την ένωση των κατεχομένων με την Τουρκία, ποια θα είναι η δική μας απάντηση και ποια των συμμάχων μας;

Πως θα υπερασπιστούμε τότε το δόγμα: Η μη λύση, είναι η καλύτερη λύση;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *