Καύσωνας υποκουλτούρας
του Αρκτούρου
Ανεβαίνω στο αστικό λεωφορείο, με προορισμό μου το Κορδελιό. Με περιμένουν στις 3 μμ. Τρίτη μέρα Πάσχα. Ζέστη. Το φωνητικό σύστημα για την ανακοίνωση των στάσεων δεν λειτουργεί (ως συνήθως). Ξέρω φυσικά πού είναι το Κορδελιό, αλλά ποτέ δεν έχω κατέβει σ’ αυτήν την περιοχή. Ζητώ απ’ τον οδηγό να μου υπενθυμίσει την στάση που με εξυπηρετεί. Κατεβαίνω. Σε μια από τις πλέον πολυσύχναστες οδικές αρτηρίες που συνδέουν την Θεσσαλονίκη με τις δυτικές τις επαρχίες, την οδό Μοναστηρίου, και η οποία ξεκινάει από το Κορδελιό, για να καταλήξει σχεδόν στο κέντρο της συμπρωτεύουσας, δεν υπάρχουν διαβάσεις πεζών. Μια ανάσα από το Αστυνομικό Μέγαρο της Θεσσαλονίκης, κάνεις τον σταυρό σου και περνάς απέναντι. Έτσι πέρασα κι εγώ. Δεν ξέρω αν φταίει η πίστη, η τύχη, ή το γεγονός ότι απλώς έχω δυο μάτια, δυο χέρια και δυο πόδια (κι αυτά από τύχη, στην χώρα που ζούμε). Βουτάω στα στενά του Κορδελιού. Νιώθω οικεία. Οι άνθρωποι ζεστοί και φιλικοί. Τους ρωτώ, μου απαντούν. Ορισμένα δρομάκια μοιάζουν με τα καλντερίμια των παλιών πόλεων. Τα γειτονικά σπίτια σχεδόν ακουμπούν το ένα το άλλο. Ανάμεσα στα τερατουργήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας από σκυρόδεμα και φύλλα αλουμινίου, ξεπροβάλλουν αρκετά παλιά χαμόσπιτα. Εκείνα τα ωραία σπιτάκια της δεκαετίας του 1950. Φτιαγμένα με μεράκι. Μεράκι, σκέφτομαι. Ξεχασμένη λέξη. Οι δρόμοι άθλιοι. Ξηλωμένοι εδώ κι εκεί, μπαζωμένοι όπως-όπως, ή απλώς βαθουλωμένοι. Στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης γίνονται έργα. Σε άλλη χώρα, τα έργα αυτά θα είχαν προηγηθεί μιας μεγάλης γιορτής, όπως είναι το Πάσχα. Στην Ελλάδα; Δεν βαριέσαι. Από Δευτέρα. Καταφέρνω να ξεφύγω απ’ τις δαγκάνες του εκσκαφέα. Φύγε, σκέφτομαι, γιατί τον οδοστρωτήρα τον βλέπω πιο αποφασισμένο. Είσαι και ξένος εδώ. Προχωράω. Περνάω μπροστά απ’ το ΚΕΠ του Κορδελιού. Στα μεταλλικά κιγκλιδώματα του πεζοδρομίου, επί της οδού Ανδρέα Παπανδρέου, τα αρχικά του πρώην Καποδιστριακού δήμου Ελευθέριου-Κορδελιού σχηματίζονται ανάγλυφα, χυτευμένα δηλαδή με τέτοιον τρόπο, ώστε να ξεχωρίζουν οπτικά και απτικά από το υπόλοιπο κομμάτι του μετάλλου. “ΔΕΚ 2000”, διαβάζω στα γρήγορα, και περνάω το φανάρι (ΔΕΚ=Δήμος Ελευθέριου-Κορδελιού, που σήμερα είναι Δήμος Κορδελιού-Ευόσμου). Εποχάρες, σιγομουρμουρίζω. Δεν μπορώ να μην υποκύψω στον πειρασμό μιας νοσταλγίας που την πληρώσαμε πανάκριβα. Ακόμα και τα κιγκλιδώματα είχαν κάποιο γούστο. 2000. Millennium. Μια ανάσα πριν τους Ολυμπιακούς. Προετοιμασίες. Δραχμή. ΠΑΣΟΚ. Αν δεν έχει καύσωνα, έχω σίγουρα πυρετό. Η ώρα 3 μμ. Τρίτη μέρα Πάσχα. Φτάνω στον προορισμό μου. Δεν μου προσφέρουν ούτε ένα ποτήρι νερό. Ο επαγγελματισμός ψυχράθηκε, σε μια χώρα που την κατακαίει ο ήλιος απ’ την εποχή του Περικλή και της Ασπασίας. Μιλάμε 10 λεπτά. Φεύγω (απογοητευμένος). Περνάω μέσα από την αγορά του Κορδελιού. Κλειστή. Είναι μεσημέρι. Ο ήλιος καίει. Όλα καίγονται. Στην κεντρική πλατεία του οικισμού, μια στάση του ΟΑΣΘ μοιάζει με όαση. Έχει μερικά δέντρα και λίγη σκιά, αλλά τα λεωφορεία που περνούν από εδώ δεν με εξυπηρετούν. Κατηφορίζω προς Μοναστηρίου. Διαβάσεις δεν υπάρχουν, ούτε στις καθέτους της. Ευτυχώς υπάρχουν φανάρια (ακόμα). Η έλλειψη διαβάσεων, όμως, διαμορφώνει συνειδήσεις (και γενικά η έλλειψη θεσμών, αφού για ‘μένα οι διαβάσεις συμβολίζουν τους θεσμούς). Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι δεν έρχονται ως το φανάρι για να περάσουν απέναντι. Περνούν τον δρόμο απ’ όπου τους βολεύει. Καβαλάνε το διαχωριστικό του δρόμου, μπροστά απ’ το μεγάλο supermarket, για να φτάσουν στην στάση του αστικού που τους εξυπηρετεί (απ’ την μια μεριά πηγαίνεις προς Θεσσαλονίκη, απ’ την άλλη Κουφάλια, Χαλκηδόνα, κλπ.). Περιμένω το αστικό. Ευτυχώς, οι ηλεκτρονικές ανακοινώσεις των επικείμενων αφίξεων λειτουργούν. Περιμένω το πολύ 10 λεπτά, που είναι πολύ καλά για αναμονή ΜΜΜ σε χώρα του τρίτου κόσμου, συν το γεγονός ότι σε άλλες στάσεις δεν θα είχα την τύχη να γνωρίζω σε πόση ώρα θα έρθει το επόμενο αστικό, αφού τα συστήματα τηλεματικής υπάρχουν μόνο σε κεντρικές και πολυσύχναστες στάσεις (και όχι πάντα). Σε 2 λεπτά είμαι στο ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης (ακόμα ένα τριτοκοσμικό μεγαθήριο). Μετεπιβιβάζομαι. Έχω μια δουλειά στο κέντρο. Η ώρα 4 μμ. Πρώιμος Αύγουστος. Το αστικό δεν παίρνει μπρος, κι αντί να μας ανακοινώσουν ότι πρέπει να πάρουμε άλλο λεωφορείο, μας αφήνουν και λιώνουμε παρέα τις ελπίδες μας. Με το που ανοίγουν οι πόρτες, εξαφανίζομαι. Ούτε συγγνώμη για την ταλαιπωρία, ούτε τίποτα σχετικό. Προσπαθώ να σκεφτώ τί θα σκεφτόμουν, αν ήμουν τώρα 10 χρονών. Να πώς διαμορφώνονται οι συνειδήσεις. Ανεβαίνω στο αστικό που μόλις φεύγει. Παραλίγο θα το έχανα. Ο κόσμος ζητάει κλιματισμό. Ο οδηγός στα τέτοια του (κλασσικός δημόσιος υπάλληλος). Κατεβαίνω κέντρο. Πιο κέντρο πεθαίνεις. Πάω στα καταστήματα. Σε μεγάλη αλυσίδα, δεν με εξυπηρετούν. Οι υπάλληλοι νομίζουν ότι δουλεύουν τουλάχιστον στο Bloomingdale’s. Όχι όλοι. Αρκετοί, όμως, για να σου σπάσουν τα νεύρα. Την κάνω. Επιστρέφω στην επαρχιακή πόλη, όπου μ’ εξυπηρετεί η μετεπιβίβαση σε λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Έχω λίγη ώρα. Περπατάω. Ο αέρας ζεστός. Διψάω. Ούτως ή άλλως, θα καθόμουν σε κάποιο μαγαζί. Τα περισσότερα χρήματα εκεί χάνονται. Σε βλακείες. Βλέπω τις τιμές στο ψυγείο. Πορτοκαλάδα 500ml, τιμή 1,30. Θέλω (και πρέπει) να ξοδέψω 2,8. Μπισκότα 1 ευρώ (υποθέτω). Έρχεται ο λογαριασμός: 3,30. Μισό. Τα μπισκότα κοστίζουν 2 ευρώ;, ρωτάω. Όχι, λέει. Απλά, η πορτοκαλάδα κοστίζει 2,30. Στάσου. Έξω γράφει 1,30, του απαντώ. Ναι, λέει, 1,30 κοστίζει αν την πάρεις και πας να την πιείς στο παγκάκι (αυτολεξεί). Αν καθίσεις εδώ, φεσώνεσαι 1 επιπλέον ευρώ. Μου την είπε κιόλας από πάνω. Δεν το κάνω θέμα (κακώς). Δίνω 3,30. Δεν μου δίνει απόδειξη. Ακριβώς απέναντι, κατάστημα εστίασης μεγάλης αλυσίδας λύνει και δένει. Με ενιαίες τιμές, είτε παίρνεις-φεύγεις, είτε κάθεσαι, κλιματισμό, πεντακάθαρες τουαλέττες, σχετικά καλή ή έστω υποφερτή μουσική. Κι εγώ, που προτιμώ να στηρίζω το συνοικιακό μαγαζάκι, κάθομαι ολομόναχος στις 6 μμ., έχοντας περάσει τα πάθη του Χριστού σε μία μόνο μέρα (και χωρίς καν να επισκεφθώ δημόσια υπηρεσία), έχοντας πληρώσει 1 επιπλέον ευρώ την επιλογή των άλλων για αισχροκέρδεια, δεν παίρνω απόδειξη, συμβάλλοντας σε φοροαποφυγή, κι από πάνω; Ναι, έχει κι άλλο. Γιατί πάντα το κερασάκι ολοκληρώνει την (γλυκιά ή πικρή) κατάσταση. Έτσι λοιπόν, λούζομαι και τις στριγκλιές μιας κάποιας μελαμψής, που από φωνή κορμάρα. Οι διαδοχικές κρίσεις, σκέφτομαι, άφησαν μπόλικο χώρο στην υποβάθμιση του πολιτιστικού μας προϊόντος. Στην τελική, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το συνοικιακό καφενεδάκι, όπου κάθομαι να περιμένω το λεωφορείο, θα πρέπει να λειτουργεί και ως σκυλάδικο. Θέμα με τα σκυλάδικα δεν έχω. Έχω, όμως, με τους σκυλάδες. Διότι, άλλο να σηκωθώ Σάββατο βράδυ να πάω στο σκυλάδικο, και άλλο να μου πετάνε την κάθε σκυλοτραγουδιάρα μες στην μούρη. Σκυλάδικο στο λεωφορείο, σκυλάδικο στο τραίνο, σκυλάδικο στον δρόμο, σκυλάδικο στο ΙΚΑ, στον οδοντίατρο, πάνω, κάτω, ανάσκελα, όρθια, σκυλάδικο στα τέσσερα και στο τετράγωνο. Περπατάω. Ο ζεστός αέρας με επαναφέρει, για λίγο, πιο κοντά στην φύση. Οι άνθρωποι τρέχουν. Θορυβούν. Ή απλώς περνούν. Στην εποχή της μαζικής υποκουλτούρας, οι χειρότεροι καύσωνες που έρχονται μοιάζουν με τον κήπο της Εδέμ.