3ο βιβλίο: Μεσουράνημα και Συντρίμμια, του Νικολάου Δέα
Γράφει ο Γιώργος Ι. Ζωγραφάκης
Το 3ο από τα βιβλία Χαλκιδικιωτών συγγραφέων που παρουσιάζω, μετά τον «Χωροφύλακα» του Δ. Βασιλάκη και το «Ακρόπρωρο» του Δ. Σμάγα, είναι το «Μεσουράνημα και Συντρίμμια» του Νικολάου Δέα. Το βιβλίο αυτό είναι ιστορικό και το περιεχόμενό του αφορά γεγονότα που έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας και μάλιστα ως μέτοχος και όχι ως παρατηρητής.
Ο Δέας καταγόταν από Ορμύλια – Πολύγυρο, καθώς πατέρας του ήταν ο Ορμυλιώτης Γεώργιος Ξουζαφείρης και μάνα του η Αικατερίνη Ν. Δέα, από τον Πολύγυρο. Αν και Ξουζαφείρης ο πατέρας του, πήρε τελικά το επίθετο της μάνας του, ύστερα από απώλεια του πατέρα του σε μικρή ηλικία. Είχε γεννηθεί το 1898. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Πολυγύρου, και Το 1917, και ενώ ήταν φοιτητής στη «Σχολή Γεωμετρών» -κάτι σαν «Τοπογράφων»-, στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε αναβρασμός στη Βαλκανική, καθώς διεξάγεται ο Α΄ Παγκ. Πόλεμος και η Ελλάδα είναι χωρισμένη στα δύο, με το «Κράτος των Αθηνών», του βασιλιά Κων/νου, και το «Κράτος της Θεσσαλονίκης» της «Εθνικής Άμυνας» του Ελ. Βενιζέλου. Τη Μακεδονία επιβουλεύονται, τόσο οι Βούλγαροι, ενταγμένοι στις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία κλπ), όσο και η Σερβία, ενταγμένη στην ΑΝΤΑΝΤ (Αγγλία, Γαλλία κλπ). Ο Δέας γράφει σχετικά: «Με το Σέρβο βασιλιά και τη Σερβική Βουλή στη Σαλονίκη, με το Βούλγαρο να έχει ξεχυθεί στην Α. Μακεδονία και να έχει φτάσει στο Στρυμώνα και την Καβάλα και την πόλη μας πλημμυρισμένη από χιλιάδες πρόσφυγες…».
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες υπάρχει κλίμα συμμετοχής του λαού της Μακεδονίας στον δημιουργούμενο στρατό της «Άμυνας», με τη δημιουργία της Μεραρχίας Σερρών και την άφιξη της Μεραρχίας Κρήτης και της Μεραρχίας Αιγαίου. Στη σχολή που φοιτά ο Δέας, η πλειοψηφία των σπουδαστών σπεύδουν ομαδικά, εν παρελάσει και με τη σημαία της Σχολής μπροστά, να καταταγούν εθελοντές, «αφού έχουμε… σαν Μακεδόνες πιο μεγάλη υποχρέωση να διώξουμε το Βούλγαρο από τα χώματά μας, απ’ τους νησιώτες και τους Κρητικούς που δεν κινδυνεύουν κι όμως έρχονται βαποριές –βαποριές να πολεμήσουν». Από 34 σπουδαστές της τάξης του Δέα, οι 26 παρουσιάζονται στη Στρατολογία και κατατάσσονται εθελοντές (20-4-1917).
Ύστερα από σύντομη αλλά εντατική εκπαίδευση «στην Τούμπα», οδηγούνται και εντάσσονται στη Μεραρχία Κρητών, απ’ όπου ο Δέας αναφέρει πλήθος κρητικά ονόματα (στη Μεραρχία αυτή υπηρετούσε τότε και ο πατέρας μου). Παρακολουθούν από μακριά την μεγάλη πυρκαϊά της Θεσσαλονίκης (18 Αυγούστου) και οδηγούνται στο μέτωπο, παίρνουν το «βάπτισμα του πυρός» και στη συνέχεια μετέχουν στις σκληρές μάχες που κορυφώνονται με τη νικηφόρα μάχη του Σκρα, (Οκτώβρης 1918). Αργότερα αντικαθίστανται από την πρώτη γραμμή και ο Δέας επιλέγεται, μαζί με άλλους, να περάσει από σχολή για έφεδρος αξιωματικός. Τελειώνοντας τη σχολή, παίρνει φ. πορείας για τη 13η Μεραρχία στην Καβάλα, η οποία, παίρνει εντολή να πάει στην Ουκρανία, σ’ αυτή την αμφιλεγόμενη εκστρατεία, υπό την ευθύνη και ηγεσία των Γάλλων, για την οποία ο Δέας σημειώνει: «Τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία αυτή την έχουν ζητήσει οι Γάλλοι, σαν σύμμαχοι που είμαστε, με την υπόσχεση να μας βοηθήσουν στις διεκδικήσεις μας στην Τουρκία. Αλήθεια; Ψέματα; Άγνωστο.»
Πάντως φεύγουν από τις Ελευθερές (28-2-19), με το ρωσικό πλοίο «Ιμπεράτορ Αλέξανδρος». Ταξιδεύοντας περνούν από την Πόλη (2-3-19), σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης: «Τι μπορεί να πει η γλώσσα, όταν βρίσκεται ξαφνικά κάτω από την Αγιά Σοφιά!», σημειώνει.
Περιγράφει την 3μηνη περιπέτεια της Μεραρχίας του στην Ουκρανία, όπου κυριαρχούν πολικές συνθήκες και όπου η συμπεριφορά των Γάλλων, που έχουν τη διοίκηση, είναι απαράδεκτη, σε αντίθεση με τους Έλληνες που στέκονται αξιοπρεπώς (ο ίδιος κερδίζει εκεί το πρώτο μετάλλιο ανδρείας). Πάντως κάνουν εκεί Φεβρουάριο –Μάρτιο, ενώ εν τω μεταξύ πεθαίνει ο Κλεμανσώ και η Γαλλία αλλάζει αμέσως πολιτική και έτσι οι δυο ελληνικές μεραρχίες προσπαθούν να απαγκιστρωθούν. Τελικά φτάνουν στη θάλασσα και επιβιβάζονται σε πλοίο (15-6-19). Στις 18 περνούν πάλι από την Πόλη και αποβιβάζονται αυτή τη φορά. Σημειώνει: «Πηγαίνουμε για την Αγιά Σοφιά. Σ’ αυτήν θελήσαμε να κάνουμε το πρώτο μας προσκύνημα, που όμως είναι κλειστή». Πάνε στο Πατριαρχείο. «Ζήσαμε σήμερα το όνειρο της φυλής, το όνειρο με το οποίο μεγαλώσαμε», γράφει. Και, φεύγοντας από την Πόλη, σημειώνει: «Και τώρα, ολοταχώς για τη Σμύρνη! Για την καινούργια Ελλάδα! Για τη Μεγάλη Ελλάδα!»
Πράγματι, οδηγούνται ολοταχώς στην Σμύρνη, όπου φτάνουν στις 20-6-19 και όπου, ενάμιση μήνα πριν, (2-Μαΐου 19), έχει φτάσει ελληνικό στράτευμα, ως στρατός της ΑΝΤΑΝΤ. Δεν επιτρέπουν στη Μεραρχία του Δέα να παρελάσει. Φτάνουν στον Μπουρνόβα. Είναι συγκινημένοι που βρίσκονται στη Μικρασία: «Αδάκρυτος ποιος έμεινε; Σβήσαν μεμιάς τα βάσανα κι οι κακουχίες».
Ίσως νωρίτερα, από την Ουκρανία ακόμη, θα έπρεπε να σημειώσω την παρουσία ενός προσώπου, το οποίο επηρέασε πάρα πολύ τη στρατιωτική, αλλά και την προσωπική ζωή του Δέα, και το πρόσωπο αυτό είναι ο γνωστός Ν. Πλαστήρας. Όχι μια, αλλά πολλές φορές ο Δέας αναφέρεται με θαυμασμό και αγάπη γι’ αυτόν τον ξεχωριστό Έλληνα, που όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν και κάποτε έγινε και πρωθυπουργός της Ελλάδας. «Τον λατρεύουμε όλοι ανεξαιρέτως», γράφει. Στο σύνταγμα του Πλαστήρα, το ονομαστό 5/42 Ευζώνων, είχε ενταχθεί από την Καβάλα. Τον αναφέρει να μιλά τη δική του χαρακτηριστική βλάχικη ομιλία –«σιαματάς μεγάλος γίνετι, μπρε. Δε μπορεί, σι κάτι θα βγει» κ.ά. Και ο Πλαστήρας ωστόσο εκτιμά πολύ τον Δέα.
Εκεί, λοιπόν, στη Μαγνησία της Μ. Ασίας, περνούν τους πρώτους, εκτός επιχειρήσεων, μήνες. Ο Πλαστήρας μάλιστα οργανώνει διάφορους αγώνες, θεατρικά κλπ, χάριν των στρατιωτών του. Σημειώνει επίσης κάτι σημαντικό, ότι ο Πλαστήρας, αν και ανύπανδρος, είχε θέσει υπό την προστασία του 4 ορφανά, ένα πριν καιρό από τη Θράκη και «συμμαζεύοντας άλλα τρία μικρά από το Αξάρι, που τους γονείς τους τούς έσφαξαν οι Τούρκοι». Αυτά τα παιδιά τα έστελνε στη μάνα του.
Εκεί που βρίσκονται θαυμάζουν την εύφορη γη, ζουν στη χώρα του Κροίσου. «Να το χρυσάφι του. Το πατούμε. Είναι το χώμα, σωστή Γη της Επαγγελίας».
Ωστόσο, στα πολεμικά πράγματα, ο Δέας σημειώνει πως η παρουσία Τούρκων ανταρτών γίνεται συνεχώς και εντονότερη και πως οι Έλληνες δεν έχουν δικαίωμα να τους κυνηγήσουν πέραν των 1500 μέτρων και έτσι αυτοί δρουν ατιμώρητα. Σημειώνει ακόμη ότι ολοένα γίνεται πλέον αισθητή η παρουσία του ανερχόμενου Κεμάλ.
Παραμένουν 7 μήνες στη «Μαγνησιά». Στις 21-2-20 την αφήνουν με βαριά καρδιά. Φτάνουν στο Μπιν Τεπέ. Ψείρες και επιθέσεις από τσέτες. Στις 28 Απριλίου εξόρμηση προς ανατολάς. Συγκρούσεις. Συναντούν χωριά όπου το μίσος των Τούρκων έχει αποτυπωθεί σε χιλιάδες θύματα και καταστροφές. Στις 25 -6ου στο Ντεμίρ Καπού. Συνεχίζουν πορεία προς ανατολάς, ενώ οι Τούρκοι υποχωρούν. Παραθέτει τη δραματική αφήγηση του μπαρμπα-Αντώνη, για απίστευτες βιαιοπραγίες των Τούρκων κατά των Ελλήνων της περιοχής. Εν τω μεταξύ, Αύγουστος πια, φτάνει το νέο ότι στο Παρίσι έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου, που επιστρέφει στην Ελλάδα, κομιστής της σπουδαίας για την Ελλάδα Συνθήκης των Σεβρών, επίθεση που του προκαλεί φρίκη και θεωρείται αδιανόητη. Στις 15 -10ου ο Δέας γίνεται δ/τής λόχου.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
Δίνει, όπως είναι κατανοητό, ιδιαίτερη σημασία στις εκλογές του 1920, στις οποίες «ο Βενιζέλος καταψηφίζεται, τόσο εδώ στη Μ. Ασία από τους στρατιώτες, όσο και στην Ελλάδα από τους ψηφοφόρους». Ο Βενιζέλος φεύγει από την Ελλάδα. Ο εξόριστος βασιλιάς Κωνσταντίνος επιστρέφει. Οι «αμυνίτες» αξ/κοί αποστρατεύονται ή διώκονται, ενώ επαναφέρονται, με τους νέους βαθμούς που δικαιώνονται, οι απότακτοι αξ/κοί.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, στον Δέα φτάνει μια μη αναμενόμενη μετάθεση για το Φρουραρχείο Θεσ/νίκης! Όταν φτάνει στον φρουραρχείο, αντιμετωπίζει μια απίστευτα εχθρική υποδοχή από τον –νέο- φρούραρχο, ο οποίος του δίνει εντολή να επιστρέψει άμεσα στη Μικρασία. «Στο γραφείο του Επιτελάρχη, που με οδηγούν, βρίσκομαι μπροστά στον ταγματάρχη Ι. Αλεξάκη*, γνωστό μου από το 7ο Σύνταγμα Κρητών και τραυματία της μάχης του Σκρα», ο οποίος του προτείνει, ότι, αν θέλει, μπορεί να καταταγεί «ως υποψήφιος αεροπόρος, όπου υπάρχει ανάγκη». Ο Δέας δέχεται και εκπαιδεύεται στην περιοχή του Σέδες, σε σχολή ανάγκης, σε γαλλικά αεροπλάνα, διπλάνα με πάνινα φτερά, υπολείμματα της αεροπορίας των Γάλλων του Α’ Παγκ. Πολέμου.
Εκπαιδεύεται ως παρατηρητής – πολυβολητής –βομβαρδιστής. Γράφει: «Μεθύσι αληθινό είναι το κάθε πέταγμα πάνω από την καταπράσινη Χαλκιδική. Ομορφιά και μόνο ομορφιά, όπου και να κοιτάξεις. Ζωγραφιά, αλήθεια, είναι η πατρίδα μου!»
Σύντομα φτάνει με αεροπλάνο στο μέτωπο, όχι βέβαια πια στη μονάδα του, αλλά σε μοίρα αεροπλάνων. Βασικό τους έργο η κατόπτευση από ψηλά, πάνω από την εχθρική περιοχή, η επισήμανση και η φωτογράφιση σημαντικών πραγμάτων, ο πολυβολισμός ή και βομβαρδισμός –με χειροβομβίδες, μικρές ή μεγαλύτερες βόμβες – εχθρικών τμημάτων, ενώ οι ίδιοι πυροβολούνται μανιωδώς από κάτω, καθώς πετούν χαμηλά, και επιστρέφουν με κατατρυπημένα φτερά και συχνές πτώσεις στα χωράφια –ο ίδιος αναφέρει 3-4 πτώσεις τουλάχιστον.
Εν τω μεταξύ, επιστρέφοντας στο μέτωπο πληροφορείται μεγάλη αλλαγή πραγμάτων: «Ο στρατός μας στερήθηκε από τους πολεμικότερους και καλύτερους αξ/κούς του. Τους έδιωξαν από τις μονάδες οι απότακτοι και πήραν αυτοί τις διοικήσεις, ενώ ήταν απόλεμοι». Βρίσκει απογοητευτικό κλίμα διχασμού, μίσους και ανικανότητας, ενώ παράλληλα ο Κεμάλ έχει ενισχυθεί και έχει οργανώσει τακτικό στρατό.
Ιούνιο πια του ’21 ετοιμάζεται εξόρμηση προς Κιουτάχια – Αφιόν – Άγκυρα, ενώ αρχίζουν σιγά σιγά διαμαρτυρίες των στρατιωτών: «Απόλυση», «απόλυση», «στα σπίτια μας», φωνάζουν κάθε τόσο, πράγματα τα οποία είχε υποσχεθεί προεκλογικά η νέα κυβέρνηση. Αποδοκιμάζουν τον διάδοχο αλλά και τον ίδιο τον βασιλιά, που έχουν φτάσει στη Μικρασία. Από την κυβέρνηση του «οίκαδε», αποφασίζεται η εξόρμηση προς ανατολάς για την –εύκολη, όπως θεωρούνταν – οριστική συντριβή του Κεμάλ. Κι αυτό αρχίζει στις 5 Ιουλίου 1921, ενώ οργανώνεται παρασημοφορία στο μέτωπο, παρουσία βασιλιά, πρωθυπουργού Γούναρη κλπ. «Κι ενώ εμείς καταγινόμαστε με παρασημοφορίες, ο εχθρός δουλεύει και δυναμώνει ολοένα», ακόμα και στην αεροπορία, στην οποία ως τότε υστερούσε πολύ.
Έτσι, Ιούλιο πια, εξορμούν 9 ελληνικές μεραρχίες προς την ανατολή, εν μέσω της κατάξερης Αλμυρής Ερήμου και του Σαγγάριου ποταμού. Και, στις 10 Αυγούστου, φτάνουν στον Σαγγάριο, ύστερα από πορεία 200 ή και 280 χιλιομέτρων, μέσα στην έρημο, ψυχολογικά και σωματικά ράκη, οι περισσότεροι. Αρχίζουν μικρές ή μεγαλύτερες μάχες με τον εχθρό, που είναι καλά οχυρωμένος και ξεκούραστος. Ύστερα από πολλές μάχες, σημειώνεται σοβαρή τουρκική αντεπίθεση, που υποχρεώνει τα ελληνικά στρατεύματα να αποσυρθούν πίσω από τον Σαγγάριο στις 30-31 Αυγούστου. Η εκστρατεία αποτυγχάνει, ενώ το ελληνικό στράτευμα έχει 25.000 -30.000 νεκρούς και τραυματίες. Η έως χθες «ένδοξη και φοβερή στρατιά» μας, εμφανίζει έντονα συμπτώματα πτώσης ηθικού. Αποσύρεται στο Αφιόν και στο Εσκί Σεχίρ, όπου δέχεται ισχυρή τουρκική επίθεση, την οποία αποκρούει. Στην πρώην μονάδα του Δέα, «από τους 50 αξ/κούς πάνε οι 36». Και ενώ προβλέπεται ένας ακόμη χειμώνας σ’ αυτούς τους αφιλόξενους και εχθρικούς τόπους, αντί το στράτευμα να αποσυρθεί οργανωμένα, «παρά τις υποσχέσεις για αποστράτευση και ειρήνη, έφεραν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στη Μ. Ασία και συνέχισαν την εκστρατεία, παρά την εχθρική στάση και τη διακοπή κάθε βοήθειας από τους συμμάχους… με τον Κεμάλ ενισχυόμενο φανερά από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους Ρώσους». Οι στρατιώτες είναι με άθλια ένδυση, υπόδηση, φαγητό κλπ, με αποτέλεσμα έντονα φαινόμενα απειθαρχίας, λιποταξίας ατομικής και ομαδικής, και διχασμού. Όσοι παίρνουν άδεια δεν επιστρέφουν, όμως στα μετόπισθεν, ειδικά στη Σμύρνη, επικρατεί μακαριότητα. Η κάθε είδους απόσταση του Μετώπου με τη Διοίκηση είναι πολύ μεγάλη. Κάτω απ’ αυτή τη δυσοίωνη κατάσταση, αρχίζουν να κυκλοφορούν, εκτός κυβερνήσεως, διάφορες σκέψεις, για προσπάθεια δημιουργίας αυτόνομου κράτους μέσα στα όρια της Συνθήκης των Σεβρών, με πρόεδρο τον Βενιζέλο. Πρωτοστατούν ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος και ο Πατριάρχης Μεταξάκης. Τελικά το σχέδιο εγκαταλείπεται ύστερα από αντίδραση του Κων/νου. Περνά δύσκολα ο χειμώνας και η άνοιξη του ’22 και, από τις αρχές Ιουλίου, παρατηρείται έντονη δραστηριότητα των Τούρκων και εμφανείς ετοιμασίες τους για επίθεση. «Οι δικοί μας έχουν βάση το μέχρι τώρα αήττητο του στρατού μας». Τον Δέα τον στέλνουν ως δ/τή μιας νέας υπό ίδρυση μοίρας αεροπλάνων, στο Ουσάκ.
Τα συντρίμμια
Τελικά, «η από καιρό αναμενόμενη επίθεση του εχθρού ξέσπασε στο Αφιόν, χαράματα 13 Αυγούστου». Ο Κεμάλ χρησιμοποιεί ευέλικτα τμήματα ιππικού, τα οποία προκαλούν αιφνιδιασμούς και μεγάλες φθορές. Ο Δέας γράφει ότι μαθαίνει πως «διασπάστηκε το μέτωπο». Ότι η 1η μεραρχία διαλύθηκε. «Οι δικοί μας δεν πολεμούν. Φεύγουν. Νικηθήκαμε. 16 Αυγούστου 1922, η αποφράδα ημερομηνία. Ο στρατός μας φεύγει με γενική κατεύθυνση τη Σμύρνη και τη θάλασσα, με εγκατάλειψη αμαχητί οχυρών θέσεων»!
Το τι ακολούθησε αυτή τη συντριβή του πρώην άτρωτου ελληνικού στρατεύματος, και πώς φτάσαμε από το «Μεσουράνημα» στα «Συντρίμμια», όπως εύστοχα τιτλοφορεί το πόνημά του ο Δέας, είναι λίγο πολύ γνωστά. Περιορίζομαι να αναγράψω τους τίτλους των κεφαλαίων που ακολουθούν: «Προανάκρουσμα θύελλας» – «Συντρίμμια» – «Εφιάλτου συνέχεια» – «Επικήδειος σε ζωντανούς» – «Θρήνος και οδυρμός μιας φυλής» – «Το ολοκαύτωμα»…
Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο συμπληρώνεται με ένα τελευταίο, κεφάλαιο για την επανάσταση του στρατού, την ανάληψη της ευθύνης από τον Πλαστήρα, τη Δίκη και εκτέλεση των «Έξι» και τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπισε η Ελλάδα, που μόλις βγήκε από ένα 10χρονο πόλεμο, με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και με την εχθρική στάση των άλλοτε συμμάχων που εκβιάζουν και επιβάλλουν την κατοχή της Αν. Θράκης από την Τουρκία.
Και, ο Δέας κλείνει το 468 σελίδων βιβλίο του με έναν μικρό επίλογο, όπου μεταξύ άλλων γράφει, «η ακτινοβόλος ιδέα μιας νέας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Βενιζέλου, σβήνει μέσα σε θρήνους και γόους, συντρίμμια και στάχτη, με χιλιάδες άταφους νεκρούς κατασπαρμένους σ’ όλη την Ανατολή, με μυριάδες αιχμαλώτους και με αμέτρητους εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Η διχόνοια, η μεγάλη κατάρα της φυλής, έκανε για μια ακόμη φορά το έργο της, βάζοντας την ανεξίτηλη μαύρη σφραγίδα της».
Προσωπικά, γνωρίζοντας τον Δέα μέσα από θαυμάσιο αυτό βιβλίο του, θεωρώ πως μας άφησε ένα πολύτιμο, σημαντικό από κάθε άποψη βιβλίο, το οποίο βέβαια βρίσκεται σε πολύ λίγες βιβλιοθήκες –βρίσκεται πάντως στη Δημοτική μας βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη Στέφ. Κότσιανου –όπου και το ψηφιοποιήσαμε και μπορεί ο καθένας να το βρει στο «Ψηφιακό Αποθετήριο …Στ. Κότσιανου» και ακόμη να σημειώσω πως πολλά και εκτενή αποσπάσματα, δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στην «Χαλκιδική» του Πέτρου Τσιολάκη.
Λυπούμαι, που δε μπορώ, λόγω χώρου, να παραθέσω λίγα ή πολλά αποσπάσματα από το βιβλίο, για να φανούν οι λογοτεχνικές αρετές, αλλά και οι ιδέες και οι παρακαταθήκες που περιέχει, προτρέπω ωστόσο το κοινό να το αναζητήσει και να το διαβάσει. Θα είναι αυτό το καλύτερο μνημόσυνο για τον αξιόλογο αυτό πατριώτη μας. Ωστόσο, κάνω δημόσια πρόταση στον Δήμο μας να επανεκδώσει το βιβλίο και να το διανείμει δωρεάν στους δημότες, αλλά και να το στείλει σε όλες τις βιβλιοθήκες της Β. Ελλάδας.
(Να συμπληρώσω ακόμη ορισμένα βιογραφικά στοιχεία για τον Ν. Δέα: Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ήρθε μαζί με ελληνική οικογένεια, της οποίας την κόρη Ευθαλία παντρεύτηκε, με κουμπάρο μάλιστα τον Ν. Πλαστήρα. Απέκτησε δυο γιους, τον Γιώργο και τον Κώστα. Έφτασε στον βαθμό του πτεράρχου και κατέλαβε πολλές υπεύθυνες θέσεις στην Αεροπορία, αλλά και εκτός. Στο στράτευμα είχε τιμηθεί με πολλά μετάλλια, από τα οποία 2 ήταν χρυσά Αριστεία Ανδρείας. Έκανε σπουδές, προφανώς τις πιο πολλές μετά τον πόλεμο, (είχε πτυχίο δασκάλου, έκανε πολιτικές σπουδές, γνώριζε γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και δίδαξε ως καθηγητής σε στρατιωτικές σχολές. Στην Κατοχή φυλακίστηκε από τους Ιταλούς για συμμετοχή του στην Αντίσταση, αλλά αποφυλακίστηκε ύστερα από παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Εκλέχτηκε βουλευτής Χαλκιδικής το 1936, όμως η Βουλή που προέκυψε δεν έδωσε κυβέρνηση και ακολούθησε η δικτατορία του Μεταξά. Πέθανε το 1988 – τα στοιχεία από τον δικηγόρο Ν. Τάσιο, του οποίου η μητέρα Αννέτα Δέα ήταν πρώτη ξαδέλφη του Ν. Δέα και η ίδια, μικρή, έζησε 9 χρόνια στο σπίτι του)
………………………………………………
*Ο Ιωάννης Αλεξάκης είναι ο ανθυπολοχαγός του 1912, του Τάγματος Κρητών του Γ. Κολοκοτρώνη, που απελευθέρωσε τη Χαλκιδική το Νοέμβρη του ’12, αργότερα στρατηγός και συγγραφέας τουλάχιστον 29 βιβλίων, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι το δίτομο έργο. 1453 σ., με τίτλο «ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ – ΟΙ ΕΛΛΗΝ. ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912-13 ΚΑΙ ΤΟ 1Ο ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΤΑΓΜΑ ΚΡΗΤΩΝ», από το οποίο προήλθε ένα σχεδόν ομώνυμο δικό μου βιβλίο.